- ἀλεύομαι
- ἀλέομαιavoidaor subj mid 1st sg (epic)ἀλέομαιavoidpres ind mid 1st sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέομαι — ἀλέομαι και ἀλεύομαι και συνηρημένο ἀλεῡμαι (Α) 1. απομακρύνω, αποφεύγω 2. απόλ. φεύγω για να σώσω τη ζωή μου, διαφεύγω, ξεφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. *ἀλεF ομαι (πρβλ. τον μετοχικό τ. τού Ησιόδου ἀλευόμενοι, το ομηρικό απαρέμφ. αόρ. ἀλεύασθαι … Dictionary of Greek
πεδαλευόμενος — Α (κατά τον Ησύχ.) «μεταμελόμενος, μεταδιωκόμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + ἀλεύω / ἀλεύομαι «απωθώ, αποδιώκω»] … Dictionary of Greek
υπαλεύομαι — Α διαφεύγω, ξεφεύγω («τῶν ὑπαλευάμενος θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν φεύγω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀλεύομαι «απομακρύνομαι»] … Dictionary of Greek
ā̆l-3 — ā̆l 3 English meaning: to wander, roam Deutsche Übersetzung: “planlos umherschweifen, irren; also geistig irre sein” Material: Gk. ἄλη “the vagrancy, the wandering about “, ἀλάομαι (horn. Pf. ἀλάλημαι), ἀλαίνω “ wanders about “*,… … Proto-Indo-European etymological dictionary